- ἐρημαίη
- ἐρημαί̱η , ἐρημαῖοςdesolatefem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρημαίῃ — ἐρημαί̱ῃ , ἐρημαῖος desolate fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημαίος — ἐρημαῑος, η, ον, ποιητ. τ. τού ἐρῆμος (AM) [έρημος] 1. έρημος, ολομόναχος, μοναχικός («ἐρημαίη νῆσος», Απολλ. Ρόδ.) 2. εγκαταλελειμμένος 3. στερημένος από κάτι 4. αυτός που προκαλεί το αίσθημα τής ερημιάς, τής μοναξιάς, σιωπηλός («ἐρημαίη νύξ»,… … Dictionary of Greek